Η Εφηβική ηλικία και τα χαρακτηριστικά της
Η εφηβεία αρχίζει, βαθµιαία, κατά το τέλος της λανθάνουσας περιόδου (περίπου στα 10 ½ - 11 χρόνια) και τελειώνει µε την έναρξη της ενήλικης ζωής (από τα 18 µέχρι τα 21 χρόνια). Η εφηβική ηλικία µπορεί να διαιρεθεί σε τρία στάδια: στην πρώιµη εφηβική ηλικία, από τα 10 ½ - 11 χρόνια µέχρι τα 14, στη µέση, από τα 14 µέχρι τα 16 – 17 και στην όψιµη, από τα 16 – 17 µέχρι τα 20 – 21.
Η πρώιµη εφηβεία είναι η εποχή της αντιφατικότητας, και συνυπάρχουν η αποµόνωση και η ανεπιφύλακτη αποδοχή των συνοµηλίκων, ο εγωκεντρισµός και ο αλτρουισµός, η αγένεια αλλά και η ιδιαίτερη ευαισθησία, καθώς και αισιοδοξία εναλλασσόµενη µε µια αίσθηση µαταιότητας. Οι έφηβοι παλεύουν για την παραχώρηση ελευθερίας, αλλά, αν αυτή τους παραχωρηθεί ανεπιφύλακτα, το εκλαµβάνουν αυτό σαν παραµέλησή τους. Η πραγµατικότητα είναι ότι ο έφηβος έχει ανάγκη να υπάρχει κάτι ενάντια στο οποίο να επαναστατήσει.
Η µέση εφηβεία έχει σχέση µε τη χειραφέτηση από τους γονείς, κάτι για το οποίο χρησιµοποιούνται διάφοροι µηχανισµοί. Η αντιστροφή του
συναισθήµατος κάνει τον έφηβο απόµακρο και εχθρικό απέναντι στους γονείς του, καθώς προσπαθεί να προφυλάξει τον εαυτό του από τα απειλητικά συναισθήµατα της προσκόλλησης. Σε αυτό το στάδιο, καινούρια αντικείµενα υπερεξειδανίκευσης και προσκόλλησης γίνονται αφορµή για παροδικές µερικές ταυτοποιήσεις, κατά την ολοκλήρωση της προσωπικότητας. Συχνό φαινόµενο είναι αυτό της ναρκισσιστικής ενασχόλησης, που µπορεί κάποτε να φτάσει τα όρια της ναρκισσιστικής αποµόνωσης. Τέλος, βρίσκουµε την ανάπτυξη τάσεων όπως ο ασκητισµός και η επιδίωξη διανοητικών στόχων. Μέσα από αυτόν τον ασκητισµό, ο έφηβος προσπαθεί να αποκηρύξει µαζικά όλα όσα σχετίζονται µε την έκφραση της σεξουαλικότητας και της επιθετικότητάς του, που είναι φυσικές εκδηλώσεις κατά την εφηβεία.
Η όψιµη εφηβεία : Με την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται η εφηβεία και επιτυγχάνονται τρεις βασικές επιδιώξεις:
α. η ανεξαρτητοποίηση από τους γονικούς δεσµούς της παιδικής ηλικίας, καθώς και η απελευθέρωση από τις συγκρούσεις της εποχής εκείνης, όταν οι γονείς λειτουργούσαν ως τα πιο σηµαντικά αντικείµενα επιθετικών και σεξουαλικών τάσεων.
β. η ικανότητα λειτουργίας σε ένα γεννητικό σεξουαλικό επίπεδο, για να ολοκληρωθούν τα σεξουαλικά συναισθήµατα µε τρυφερότητα, συµπάθεια και ώριµη αγάπη .
γ. η διαµόρφωση µιας σταθερής ταυτότητας, που είναι µια περίπλοκη έννοια, καθώς περιλαµβάνει µια έννοια της ατοµικής ταυτότητας, µια συνέχεια της προσωπικής ιστορίας του κάθε ατόµου, και µια εσωτερική αίσθηση του΄΄ανήκειν΄΄ σε µια οµάδα.
Ο Erikson θεωρεί, ότι κάτι τέτοιο, ως µια βασική ανάγκη της εφηβείας, και η αποτυχία της, οδηγεί σε σύγχυση των ρόλων (Ιεροδιακόνου και συνεργάτες, 1998).
Κατά την εφηβική ηλικία υπάρχουν ορισµένα χαρακτηριστικά στην συµπεριφορά, και στα συναισθήµατα του εφήβου, τα οποία θεωρούνται βασικά για την οµαλή ψυχοσωµατική ανάπτυξή του. Η µεγάλη αύξηση της φυσικής ανάπτυξης του εφήβου και η εµφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου, όπως η ανάπτυξη του στήθους για τα κορίτσια και το σπάσιµο της φωνής για τα αγόρια, είναι τα πρώτα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, που κάνουν τον έφηβο να φέρεται αµήχανα, αδέξια, και συχνά χωρίς αυτοπεποίθηση : η εικόνα του σώµατός του έχει αλλάξει, ενώ παράλληλα προσέχει πολύ την εξωτερική του εµφάνιση.
Η πρώιµη εφηβεία είναι η εποχή της αντιφατικότητας, και συνυπάρχουν η αποµόνωση και η ανεπιφύλακτη αποδοχή των συνοµηλίκων, ο εγωκεντρισµός και ο αλτρουισµός, η αγένεια αλλά και η ιδιαίτερη ευαισθησία, καθώς και αισιοδοξία εναλλασσόµενη µε µια αίσθηση µαταιότητας. Οι έφηβοι παλεύουν για την παραχώρηση ελευθερίας, αλλά, αν αυτή τους παραχωρηθεί ανεπιφύλακτα, το εκλαµβάνουν αυτό σαν παραµέλησή τους. Η πραγµατικότητα είναι ότι ο έφηβος έχει ανάγκη να υπάρχει κάτι ενάντια στο οποίο να επαναστατήσει.
Η µέση εφηβεία έχει σχέση µε τη χειραφέτηση από τους γονείς, κάτι για το οποίο χρησιµοποιούνται διάφοροι µηχανισµοί. Η αντιστροφή του
συναισθήµατος κάνει τον έφηβο απόµακρο και εχθρικό απέναντι στους γονείς του, καθώς προσπαθεί να προφυλάξει τον εαυτό του από τα απειλητικά συναισθήµατα της προσκόλλησης. Σε αυτό το στάδιο, καινούρια αντικείµενα υπερεξειδανίκευσης και προσκόλλησης γίνονται αφορµή για παροδικές µερικές ταυτοποιήσεις, κατά την ολοκλήρωση της προσωπικότητας. Συχνό φαινόµενο είναι αυτό της ναρκισσιστικής ενασχόλησης, που µπορεί κάποτε να φτάσει τα όρια της ναρκισσιστικής αποµόνωσης. Τέλος, βρίσκουµε την ανάπτυξη τάσεων όπως ο ασκητισµός και η επιδίωξη διανοητικών στόχων. Μέσα από αυτόν τον ασκητισµό, ο έφηβος προσπαθεί να αποκηρύξει µαζικά όλα όσα σχετίζονται µε την έκφραση της σεξουαλικότητας και της επιθετικότητάς του, που είναι φυσικές εκδηλώσεις κατά την εφηβεία.
Η όψιµη εφηβεία : Με την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται η εφηβεία και επιτυγχάνονται τρεις βασικές επιδιώξεις:
α. η ανεξαρτητοποίηση από τους γονικούς δεσµούς της παιδικής ηλικίας, καθώς και η απελευθέρωση από τις συγκρούσεις της εποχής εκείνης, όταν οι γονείς λειτουργούσαν ως τα πιο σηµαντικά αντικείµενα επιθετικών και σεξουαλικών τάσεων.
β. η ικανότητα λειτουργίας σε ένα γεννητικό σεξουαλικό επίπεδο, για να ολοκληρωθούν τα σεξουαλικά συναισθήµατα µε τρυφερότητα, συµπάθεια και ώριµη αγάπη .
γ. η διαµόρφωση µιας σταθερής ταυτότητας, που είναι µια περίπλοκη έννοια, καθώς περιλαµβάνει µια έννοια της ατοµικής ταυτότητας, µια συνέχεια της προσωπικής ιστορίας του κάθε ατόµου, και µια εσωτερική αίσθηση του΄΄ανήκειν΄΄ σε µια οµάδα.
Ο Erikson θεωρεί, ότι κάτι τέτοιο, ως µια βασική ανάγκη της εφηβείας, και η αποτυχία της, οδηγεί σε σύγχυση των ρόλων (Ιεροδιακόνου και συνεργάτες, 1998).
Κατά την εφηβική ηλικία υπάρχουν ορισµένα χαρακτηριστικά στην συµπεριφορά, και στα συναισθήµατα του εφήβου, τα οποία θεωρούνται βασικά για την οµαλή ψυχοσωµατική ανάπτυξή του. Η µεγάλη αύξηση της φυσικής ανάπτυξης του εφήβου και η εµφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου, όπως η ανάπτυξη του στήθους για τα κορίτσια και το σπάσιµο της φωνής για τα αγόρια, είναι τα πρώτα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, που κάνουν τον έφηβο να φέρεται αµήχανα, αδέξια, και συχνά χωρίς αυτοπεποίθηση : η εικόνα του σώµατός του έχει αλλάξει, ενώ παράλληλα προσέχει πολύ την εξωτερική του εµφάνιση.
Ο γυναικολόγος μπορεί να καταλάβει αν είμαι παρθένα?Συνήθως ναι. Μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή, ο υμένας σπάει, άλλα δεν εξαφανίζεται. Απλώς αλλάζει όψη. Οι άκρες του δεν έχουν πια ομοιόμορφο σχήμα και μοιάζουν με πέταλα ενός λουλουδιού. Υπάρχουν υμένες, όμως, που είναι τόσο λεπτοί, τόσο μαλακοί κι ελαστικοί, που δε φαίνονται. Αυτοί θα σπάσουν στη γέννα.
Τι πρέπει να κάνω αν το προφυλακτικό σπάσει?
Αν παίρνετε αντισυλληπτικό χάπι, δε διατρέχετε κίνδυνο. Οι γιατροί συνιστούν να χρησιμοποιήσετε σπερματοκτώνο, γιατί σας προστατεύει από τις αρρώστιες που μεταδίδονται με το σεξ. Αν δεν παίρνετε χάπι, θα πρέπει να πάρετε το χάπι της επόμενης μέρας και μια κάψουλα με σπερματοκτώνο.
Ποια είναι η κατάλληλη ηλικία για την έναρξη σεξουαλικής επαφής;
16 με 18 χρονών είναι μια καλή ηλικία για να αρχίσει η σεξουαλική επαφή, αλλά είναι φυσικό ότι κάποιοι/ες μπορεί να νιώθουν έτοιμοι/ες σε μια μεγαλύτερη ηλικία (πχ 20 χρονών).
|
Πως θα είμαι σίγουρη ότι ο γυναικολόγος δεν θα πει τίποτα σε κανέναν?
Το ιατρικό απόρρητο ισχύει για όλους τους γιατρούς. Ο,τι λέγεται κατά τη διάρκεια της εξέτασης είναι εμπιστευτικό. Ακόμα και αν η μητέρα σας ή η αδερφή σας έχουν τον ίδιο γυναικολόγο ο φάκελος σας παραμένει απόρρητος.
Πως νιώθει ένας έφηβος πριν και μετά την πρώτη φορά που θα έρθει σε σεξουαλική επαφή;
Κατά πάσα πιθανότητα θα έχει ανάμεικτα συναισθήματα, πριν το σεξ ίσως να είναι λίγο διστακτικός λόγω της πρώτης επαφής αλλά μπορεί να είναι και αρκετά χαρούμενος γιατί θα νιώθει ότι ωριμάζει σεξουαλικά. Μετά την επαφή ίσως να νιώθει ικανοποιημένος και απελευθερωμένος γιατί απέκτησε την εμπειρία του σεξ.
|
Η συναισθηµατική αστάθεια και οι συχνές συναισθηµατικές αλλαγές του εφήβου είναι ένα ακόµη χαρακτηριστικό της εφηβικής ηλικίας. Μπορεί, δηλαδή, τη µια στιγµή να είναι πολύ χαρούµενος και την άλλη πολύ µελαγχολικός. Επίσης, παρουσιάζει µεγάλες και συχνές αλλαγές στα ενδιαφέροντά του. Αυτή η χαρακτηριστική συµπεριφορά οφείλεται στις φυσιολογικές µεταβολές, λόγω της φυσικής ανάπτυξης και της γεννητικής ωρίµανσής του. Οφείλεται, όµως, και στα προβλήµατα της κοινωνικής ζωή του, όπως για παράδειγµα στις σχέσεις του µε συνοµηλίκους, αλλά και στο άγχος που προκύπτει από την ανάγκη για ανταπόκριση σε κάποιο πρότυπο.